μάχα

μάχα
μᾰχα (-α, -ας, -ᾳ, -αν; -ᾶν, -αις.)
1 battle

ἐν μάχαις τε πολέμου τιμώμενος O. 2.44

πτολιπόρθοις ἐν μάχαις O. 8.35

ἔα πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν χωρὶς ἀθανάτων O. 9.40

τράπε δὲ Κύκνεια μάχα καὶ ὑπέρβιον Ἡρακλέα O. 10.15

ἐδόκησαν

ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος O. 13.57

ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις τλάμονι ψυχᾷ παρέμειν P. 1.47

ἐν Σπάρτᾳ δ' ἄρα τᾶν πρὸ Κιθαιρῶνος μαχᾶν (sc. χάριν μισθὸν ἀρέομαι: τὰν μάχαν codd., corr. Wil.: i. e. at Plataiai) P. 1.77

νικαφόροις ἐν ἀέθλοις θρέψαισα καὶ θοαῖς ὑπερτάτους ἥρωας ἐν μάχαις P. 8.27

πόνων δὲ καὶ μαχᾶν ἄτερ οἰκέοισι P. 10.42

πειρᾶτο δὲ πρῶτον μάχας N. 1.43

ὅταν θεοὶ ἐν πεδίῳ Φλέγρας Γιγάντεσσιν μάχαν ἀντιάζωσιν N. 1.67

μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (Tric.: ἐν μάχᾳ codd.) N. 3.46 κράτιστον (sc. Αἴαντα)

Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ N. 7.27

παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34

τοὶ καὶ σὺν μάχαις δὶς πόλιν Τρώων πράθον I. 5.35

Τρξίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (Tric.: ἐκ μάχας codd.) I. 8.53 ]τε μαχα[ fr. 140a. 74 (48). κέντρον δὲ μάχας ὁ κρατιστεύων λόγος fr. 180. 3. Φρυγίας κοσμήτορα μάχας (sc. Ὅμηρον) ?fr. 347. of individual contests, fights, ἐρέω ταύταν χάριν, τὰν δ' ἔπειτ ἀνδρῶν μάχας ἐκ παγκρατίου (Schr.: μάχαν codd.) O. 8.58

ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ N. 7.42


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μάχα — μάχᾱ , μάχη battle fem nom/voc/acc dual μάχᾱ , μάχη battle fem nom/voc sg (doric aeolic) μάχᾱ , μαχάω wish to fight pres imperat act 2nd sg μάχᾱ , μαχάω wish to fight imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχᾳ — μάχαι , μάχη battle fem nom/voc pl μάχᾱͅ , μάχη battle fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάχα, Κάρελ Χίνεκ — (Karel Hynek Macha, Πράγα 1810 – Λιτομερίτσε, 1836). Τσέχος ποιητής. Φοίτησε σε γερμανικό σχολείο και στη συνέχεια σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Πράγας. Τα πρώτα ποιήματά του τα έγραψε στη γερμανική γλώσσα, ωστόσο μετά το 1830 συνέθετε τα… …   Dictionary of Greek

  • μάχαν — μάχᾱν , μάχη battle fem acc sg (doric aeolic) μάχᾱν , μαχάω wish to fight imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μάχᾱν , μαχάω wish to fight imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάχας — μάχᾱς , μάχη battle fem acc pl μάχᾱς , μάχη battle fem gen sg (doric aeolic) μάχᾱς , μαχάω wish to fight imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχατάν — μαχᾱτά̱ν , μαχητής fighter masc acc sg (epic doric aeolic) μαχᾱτάν , μαχητής fighter masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχατάς — μαχᾱτά̱ς , μαχητής fighter masc acc pl (doric) μαχᾱτά̱ς , μαχητής fighter masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχατᾶν — μαχᾱτᾶν , μαχητής fighter masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχατᾷ — μαχᾱτᾷ , μαχητής fighter masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαχᾶς — μαχᾶ̱ς , μαχάω wish to fight pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαχάονα — Μαχά̱ονα , Μαχάων masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”